αιδοιολειξία

αιδοιολειξία
η Ιατρ.
η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας σε επαφή με το αιδοίο (κυρίως την κλειτορίδα) για την πρόκληση γενετήσιας διέγερσης ή ως εκδήλωσή της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αισχροποιία — αἰσχροποιία, η (Μ) [αἰσχροποιός] η αιδοιολειξία* …   Dictionary of Greek

  • αισχρότητα — η (Α αἰσχρότης) [αἰσχρός] (νεοελλ. μσν.) 1. η ιδιότητα τού αισχρού, αχρειότητα 2. ανήθικη πράξη, κακοήθεια μσν. ασχημοσύνη, ασέλγεια, (ευφημ.) η αιδοιολειξία* αρχ. ασχήμια, δυσμορφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”